- τετρααιθυλαμμώνιο
- το, Νχημ. οργανικό κατιόν, τα άλατα τού οποίου χρησιμοποιούνται στη νευροφυσιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetraethylammonium < tetra- (βλ. λ. τετρ[α]-) + ethyl (βλ. λ. αιθύλιο) + ammonium (βλ. λ. αμμώνιο)].
Dictionary of Greek. 2013.